- ὀλιγώρως
- ὀλίγωροςlittlecaringadverbialὀλίγωροςlittlecaringmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγώρως — (Α ὀλιγώρως) επίρ. βλ. ολίγωρος … Dictionary of Greek
ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… … Dictionary of Greek
ՔԱՄԱՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0976 Chronological Sequence: 6c, 8c մ. καταφρονητικῶς, ὁλιγώρως contemptim, contemptui habendo. Քամահանօք. արհամարհօք. յոչինչ գրելով. բանի տեղ չդնելով, չիսեպելով. ... *Քամահաբար արհամարհեցին զմահու: Զառաջին ասացեալսն քամահաբար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)